για την Αφροδίτη

μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αφροδίτη


για σπίτι είχε το δάσος.
όχι το οποιοδήποτε μα ένα ελατοδάσος ψηλά που όσο κι αν με την πρώτη ματιά έδειχνε καλόβολο σαν ήταν να επιβιώσεις γινότανε σκληρό

φτιάξανε και το δρόμο - μια μαχαιριά - που η Αφροδίτη ποτέ της δε συνήθισε. πάντα τον διέσχιζε λες και αφ'υψηλού τον πέρναγε, λες κι ήταν κατώτερός της.
και ήταν.

και τ' όνομα ποτέ της μάλλον δεν το έμαθε.... πως είχε κι όνομα.
μωρό το μαμουφάκι την εβάφτησε
κι εμείς είπαμε να το κρατήσουμε γιατί σαν κάτι ονοματήσεις το φέρνεις και στα μέτρα σου.

βραδάκι πάντα εσυχτήριζε το τζάμι που έβρισκε η μουσούδα της
και που από το τζάκι μας τη χώριζε.
μα κι αν πάλι το άνοιγες και μέσα τη'νε φώναζες να μπει δε σε καταδεχόταν.
άγρια ψυχή, βουνίσια.
πόσες φορές δεν ήταν μούσκεμα απ' το χιόνι και πάλι επάνω του γουστάριζε να κοιμηθεί

και πόσες άλλες υπήρξανε φορές που τα μωρά της απ' τον σβέρκο εκουβάλησε. λες κι ήθελε να ψωροπερηφανευτεί για ετούτονε το θησαυρό της

χρόνια περάσανε πολλά. και ξέχασα πως είναι να νυχτώνει κι εσύ εκεί να μην προσμένεις, πίσω απ' το τζάμι.

ήτανε βλέπεις ο δρόμος.
κι ήτανε η νύχτα
κι εσύ με των ανθρώπων τα φώτα τα δυνατά ποτέ σου καλά δεν τα επήγες

ξέρεις σκεφτόμουνα....
της φύσης σπλάχνο άγριο πάντα ήσουνα
μα πρέπει να μας αγάπησες πολύ, αφού σε μας το άφησες για να σε παραδώσουμε εκεί όπου ανήκεις... στη Γη

υγ: τούτο το καλοκαίρι παρέα με το ξεμύτισμα του φθινοπώρου υπήρξε παράξενα μεγάλο.
εχώρεσε πολλούς αποχωρισμούς
18

τι έμαθα ξεχνώντας....

έμαθα πως οι λέξεις είναι άχρηστες
ξεχνώντας πως είναι η ανάσα μου συλλαβητάρι

έμαθα τον πόνο να ξεπουλάω στο ζύγι, μ' αντίβαρο μονάδες τηλεθέασης
ξεχνώντας ότι αυτός με γέννησε

έμαθα πως η ζωή έχει τιμή πώλησης και αγοράς
ξεχνώντας πως πολύ πάνω από το μπόι μου είναι και μόνο προσκύνημα της πρέπει

έμαθα πως η πόρτα μου, ο φίλος ο καλύτερός μου είναι
ξεχνώντας πως μόνο τα χνώτα από ότι γύρω μου ανασαίνει μπορούν να οργώσουν την ψυχή μου

έμαθα πως ο φόβος είναι φίλος
ξεχνώντας πως η σιωπή ταιριάζει μονάχα στους θεούς

έμαθα πως άνθρωπος θα πει να "έχεις"
ξεχνώντας πως το να ζεις είναι "υπάρχεις"

έμαθα πως τα θάματα ανοησίες είναι
ξεχνώντας το Χώμα, το Σπόρο, τον 'Ερωτα, το Θάνατο

έμαθα πως το παιδί μου πρέπει σε μένανε να μοιάσει
ξεχνώντας πως Ευτυχία και Ζωή δε μου ανήκουν

έμαθα να ζω σε "πριν" και σε "μετά"
ξεχνώντας πως μόνη ζωή που γύρω μου αφήνω είναι μια μια η ανασαιμιές μου

έμαθα πως καλός θα πει υπάκουος δίχως κρίση
ξεχνώντας πως άλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά μονάχα αυτός που ανοίγω περπατώντας

έμαθα πως σκέψη, επιθυμία, πόλεμος, αγάπη και καρδιά έχουν τα σύνορα που κάποιοι τους εβάλανε
ξεχνώντας πως όρια τέτοια η ψυχή ποτέ της δεν εχάραξε

έμαθα να σκύβω το κεφάλι
ξεχνώντας πως για ν' αγναντεύει ουρανό εφτιάχτη...

16

μετά το παπούτσι

Όχι όχι οφείλω να το παραδεχτώ.
Η ιστορία με το παπούτσι άγγιξε το πανελλήνιο. 
Μπορεί να ήτανε στημένο, μπορεί να έχει ήδη ξεχαστεί όμως τόσο το ρίγος το εθνικό, όσο και η απογοήτευση, η βαθιά, για τον χαμένο στόχο παραμένουν αναμφισβήτητα ολοζώντανα. Ενεργοποιούν τη φαντασία την δημιουργική. 
Τόσο δηλαδή που ναι το παραδέχομαι.  Εκεί που αμέριμνα κάθομαι και παρακολουθώ τηλεαστέρες και πολιτικούς να παπαρολογούν ασυστόλως στα παραθύρια της τι-βης - τύφλα να 'χει το παπούτσι - άλλα εγώ ονειρεύομαι...
Κάτι σαν αυτό αυτό ας πούμε:

23

η ηχώ




- μαμά, μαμά....να σου ζητήσω μια χάρη;
- λέγε τι είναι πάλι;
- αν μπορείς βρες ένα μέρος να σταματήσεις το αυτοκίνητο που να μην έχει ανθρώπους και σπίτια κοντά
- γιατί παιδάκι μου; που να σταματήσω μέσα στο σκοτάδι και την ερημιά!
- μες στο δάσος δεν είμαστε;
- ναι
- και το δάσος κάνει ηχώ, έτσι δεν είναι;
- ναι
- ε θέλω να βγω και να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη για να μου πει και το βουνό και το δάσος "χρόνια πολλά"


4

..."δεν θέλω να γλιτώσω από τα όμορφα"...

ποτέ μου τελικά δεν το ξεδιάλυνα.  
αγάπη είναι ή έχθρητα;
όταν τα σπλάχνα τους ανοίγουνε να με δεχτούν ολάκερος είναι ο έρωτας του κόσμου τούτου.
σαν όμως την πλάτη μου γυρίζουνε... γίνεται το σκοτάδι δυο δράμια πιο πηχτό.
κι όλο στον πειρασμό δεν αντιστέκομαι κι όλο και σκέφτομαι πως θα τανε αν δεν υπήρχαν. αν η εικόνα τους δεν άστραφτε στα σωθικά μας.
δίχως το γέλιο το κλάμα δεν υπάρχει - έτσι μου λέει το μυαλό.
μα η καρδιά μου γνέφει, λίγο πιο πάνω - σ' ένα αγνάντι - να σταθώ. και βλέπω και τα δυο δικά μου να 'ναι, ανάσα μου
δίχως αυτά το αγνάντι δεν θα υπήρχε



(τραγούδι: Active Member - Σωκράτης Μάλαμας)
Back to Top