«Τακ-τακ» κτυπώ το πεζοδρόμιο με το ραβδί μου
Ελέγχω αν όντως υπάρχει ο κόσμος
Αν είναι όνειρο.
-«Έλα», με καλεί μια αισθησιακή φωνή
Την ακολουθώ σ' ένα πνιγηρά ζεστό δωμάτιο
«Άγγιξέ με, είμαι γυμνή»
Κατευθύνει το χέρι μου στις θηλές, στο αιδοίο της
-«Ποια είσαι;»
-«Η φωνή
Μεταμορφώνομαι σε ό,τι φαίνεται, σε ό,τι βλέπουν
Σε ό,τι εκλαμβάνουν ως κόσμο οι άνθρωποι».
«Τακ» με το ραβδί μου
Ο κόσμος θρυμματίζεται σε μυριάδες ψηφίδες
Καταρρέουν στην άβυσσο
Βρίσκομαι στο κενό
Δυο ήλιοι είναι σφηνωμένοι στα τυφλά μου μάτια
Από τα πέλματά μου, βρέχει.
μεγάλωσα σ' ένα υπόγειο κάπου στην Κυψέλη
η μάνα είχε φροντίσει το παράθυρο το μοναδικό να είναι καταπράσινο
η πόρτα αν και είχε κλειδαριά ποτέ δεν κλείδωνε
αν με τον ώμο την έσπρωχνες πάντα άνοιγε - σκεύρωνε βλέπετε πάντα με τους πρώτους νοτιάδες
ψηλά στο ράφι το ράδιο
ένα wega τεράστιο
ούτε εγώ δεν ξέρω πως το κατάφεραν οι δικοί μου να το έχουν
αυτό με μεγάλωσε
δεν ξέρω γιατί σήμερα τόσο ζωντανά το θυμήθηκα να παίζει ξανά και ξανά....