6

οι λέξεις μου

Βραχνάς μου γίνηκε το γράψιμο.
Κακιώσανε οι λέξεις, χάσανε λες τη στρογγυλάδα τους.  Γεμίσανε γωνίες όπου κρατούν σκοτάδι.  Στριμάδια γίνονται μπροστά στη κόλλα την λευκή.  Αρνούνται η μια να συνταιριάσει με τη άλλη.


Το μέσα μου δουλεύει ακατάπαυστα.
Τη μια μυαλό. Που αδύνατο να του βάλω λαιμαριά και να το τιθασέψω.
Καρδιά την άλλη.  Παλίρροια κι άμπωτη  που ακολουθεί του φεγγαριού τους κύκλους. 

Το έξω μου όμως ασάλευτο.  Σα μουδιασμένο.
Γι' αυτό ίσως και οι λέξεις μου θυμώσανε. Γιατί για να υπάρξει η λέξη θέλει ανάσα.  Κι ανάσα είναι ζωή.  Δεν είναι πρόθεση - κακή ή καλή - δεν είναι σκέψη.

Λες και ζωή πια είναι δυο πράματα. Η αντάρα που καίει τα σωθικά μου κι ο πάγος που εντύθηκε το σώμα μου.  Κλεισμένη στα τείχη που μέρα τη μέρα τα δυο ετούτα θεμελιώνουν.
 Έτσι δεν Ζω. Μονάχα υπάρχω εγώ για μένα.  Συνεπαρμένη στην οργή μου, στην λύπη μου, στην αλαζονεία του συναισθηματισμού μου.

Ίσως μονάχα τότε να ξαναβρώ τις λέξεις μου.  Όταν έστω κι ασύνταχτα, μια μια αρχίσουν να αστράφτουνε ξανά.   Όχι σαν αποκύημα μυαλού αλλά σα ρούχο που η Πράξη μου ζητάει να ντυθεί.

Η φυγοπονία κι ο φόβος πρέπει να ηττηθούν.
5

λακωνικά

...χωρίς πολλά πολλά 



και χωρίς σουξου μουξου





2

Κολοκοτρώνης για την 25η Μαρτίου

"Τὸ κίνημά μας ἔγεινε εἰς τὰς 22 Μαρτίου εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἀπὸ τὰς 6 τοῦ Ἰανουαρίου ἔως εἰς τὰς 22 Μαρτίου, ἐπροσπάθησα. ἐνέργησα εἰς τὴν Μάνην νὰ ἐνώσωμεν διάφορα σπήτια Μανιάτικα [...] ἔστειλα καὶ εἰς τὰς ἐπαρχίας τῆς Μεσσηνίας, Μιστρὸς, Καρύταινας, Φαναριοῦ, Λεονταριοῦ, Ἀρκαδίας, τῆς Τριμπολιτζᾶς καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὁποῦ εὑρισκόμουν, καὶ τούς ἔλεγα ὅτι: τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νὰ ἦναι ἕτοιμοι, καὶ κάθε Ἐπαρχία νὰ κινηθῆ ἐνατίον τῶν Τούρκων τῶν τοπικῶν, καὶ νὰ τοὺς πολιορκήσουν εἰς τὰ διάφορα φρούρια, καθώς οἱ Ἀρκαδινοὶ νὰ πολιορκήσουν το Νεόκαστρο, οἱ Μοθωναῖοι τὴν Μοθώνη, καὶ οὕτω καθεξῆς.

 (φωτο: ότι απέμεινε στο Λιμποβίσι -Αρκουδόρεμα από τα σπίτια των Κολοκοτροναίων)




Εἰς τὰς 23 Μαρτίου ἐπιάσαμε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Καλαμάτα, τὸν Ἀρναούτογλην, σημαντικόν Τοῦρκον τῆς Τριμπολιτζᾶς.  Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, Κύβελος, Δυτική Σπάρτη.  Ἡ Ἀνατολική Σπάρτη ἐκινήθη τὴν ἴδιαν ὥρα.  Οἱ Σπαρτιᾶται ἀφοῦ ἐπῆραν λάφυρα, προχωροῦν καὶ πολιορκοῦν τὴν Μονοβασιά.

Εἰς τὴν Καλαμάτα ἐκάμαμε Συνέλευσι, πόθεν νὰ πρωτοκινήσωμε τὰ στρατεύματα.  Οἰ Καλαματιανοί ἐκατάφεραν τὸμ Μπέη νὰ πᾶμε εἰς την Κορώνην διὰ νὰ μὴν βάλουν σπαθὶ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Χριαστιανούς. Ἐγώ δὲν ἐστρέχθηκα, εἶπα να πᾶμε εἰς τὴν παλαιὰν Ἀρκαδίαν, εἰς τὸ κέντρο διὰ να βοηθοῦμε τοὺς ἄλλους [...]

Τὰς 24 τὸν Μάρτι 1821, ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα χωριό τῆς Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, ποῦ εἶναι καμμιά πενηνταριά οἰκογένειας. Ὅσοι ἄνδρες ἦτον, τοὺς ἔστειλα πεζοδρόμους, καὶ τοὺς ἔλεγα: "σύρτε στὰ κάστρα, πολιορκήστε, καὶ σᾶς προφθάνω μὲ 3.000".

Τὴν αὐγὴν ἐξημέρωσε εἰς ταῖς 25 τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔμαθαν εἰς τὸ Λεοντάρι ὅτι ἐβγῆκα μὲ τόσαις χιλιάδες Μανιάταις, πέρνουν τὰ ζῶα τῶν ραγιάδων καὶ ἀναχώρησαν διὰ τὴν Τρομπολιτζᾶ.  Κινῶντας ἀπὸ τὴν Σκάλα, ἔρριξα 3 μπαταριαῖς διὰ νὰ τ'ἀκούσῃ ὁ κόσμος νὰ σηκωθῆ κατὰ τὴν παραγγελίαν.   Ἀκούοντες οἱ Γαραντζαῖοι τὰ τουφέκια, ἐσκότωσαν τοὺς Κεχαϊάδες καὶ ἔγεινε ἀρχή τοῦ σκοτομοῦ.

Ἐγώ εἰς τὰς 25 ὁποῦ ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Σκάλα, 'βγαίνωντας εἰς τὸ Δερβένι του Λεονταριοῦ, ἀπάντησα ἕνα πεζόδρομο σταλμένον ἀπό τὸν Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, καὶ μοῦ ἔγραφε ὅτι: [...] ὁ Κάμπος τῆς Καρύταινας δεν 'θέλησε νὰ πιάση τὰ ἅρματα.  Ἔτζι μ' ἔγραφε αὐτός.
Ἐγώ δὲν ἔλλειψα νὰ κάμω μία προσταγή καὶ ἐπάτησα τὴν βοῦλα μου: "ὅποιο χωριό δὲν ἤθελε νὰ ἀκολουθήση τήν φωνήν τῆς πατρίδος τζεκοῦρι καὶ φωτιά."

(απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη συνταγμένα από τον Γ. Τερτσέτη στον οποίο και τα υπαγόρευσε. Το πλήρες κείμενο εδώ  )

(φωτο: νύχτωμα στην κορυφή της πλαγιάς στο Αρκουδόρεμα στα Κολοκοτρονέικα στ'αλώνι)
5

"παράνομος συγκέντρωσις"


Κυριακή, 6 Αυγούστου 1947.

Του Σωτήρος.

Γιορτάζει και πανηγυρίζει η εκκλησία "Χριστός" ομώνυμο χωριό, που απέχει από τον Άγιο Κήρυκα μισή ώρα.  Γραφικό χωριό, ντυμένο στα καταπράσινα.  Ο ναός δεσπόζει στο χωριό.

Ώρα 10 το πρωί.  Η εκκλησία γεμάτη μέσα κι έξω από κόσμο.  Ντόπιοι κι εξόριστοι.  Περισσότεροι όμως οι εξόριστοι.  Ομάδα από δέκα χωροφύλακες με τα αυτόματα στημένα έχουν περικυκλώσει τον περίβολο της εκκλησίας "δια να μην διαταραχθεί η τάξις".
Δυο εξόριστοι έχουν αναλάβει καθήκοντα ψάλτη.

Παραπέρα τρεις εξόριστοι φέρνουνε άνθη.  Ο ένας κρατά στεφάνι από "κόκκινα" από υβίσκους.  Τα πάνε περήφανα να τα καταθέσουν στην εικόνα του "Σωτήρα"από μέρους των 300 εξορίστων του χωριού.  Καλημερίζουν και ρωτάνε: "Είναι χωροφύλακες στην εκκλησία;" φοβούμενοι τα χρώμα των λουλουδιών.  Τους δώσαμε θάρρος, προχώρησαν και κατέθεσαν ευλαβικά την προσφορά τους.

Η λειτουργία στην εκκλησία συνεχίζεται κι ο κόσμος από τα γειτονικά χωριά γεμίζει τώρα και τους γύρω χώρους.  Σε μια γωνιά του περιβόλου της εκκλησίας κάθονται τρεις εξόριστοι από τον ίδιο θάλαμο.  Σαν αστραπή τρεις χωροφύλακες με τα αυτόματα πέφτουν απάνω τους

"Τι λέγατε ρε" ρωτάνε.
"Πέστε μας ογλήγορα τι λέγατε γιατί θα σας εκτελέσουμε"

Και τα λόγια τους ακολούθησε άγριο χτύπημα με τους υποκόπανους.  Ο ένας από τους τρεις πήδησε στο περιβόλι πίσω του.  Κυνηγητό άγριο με σηκωμένα τα όπλα.  Μια τουφεκιά δονεί τον αέρα μαγαρίζοντας τις στιγμές και τον χώρο.  Ο εξόριστος μπροστά στον κίνδυνο στέκεται.  Παραδίνεται.  Ξύλο άγριο ξεσπάει στο κορμί του, σέρνεται ως "αμνός" στον περίβολο της εκκλησίας.
 Όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία και φρίκη. Στη μνήμη ολοζώντανη η γερμανική κατοχή.

Κάποιος ντόπιος μουρμουρίζει: "Ξανάχουμε κατοχή..."
Κι αλήθεια ποιος θα μπορούσε να πείσει τον κόσμο αυτό για το αντίθετο.  Η χωροφυλακή είχε πετύχει κι αυτή τη φορά να επιβάλει την "τάξη".
Σε κανέναν πια στο όμορφο χωριό που με τόση χαρά ήθελε να γιορτάσει την τοπική του γιορτή δεν έμεινε αμφιβολία για την αντίληψη της "τάξεως" και του "νόμου" από τα εκτελεστικά όργανα.
Ούτε για τον λόγο που στο φιλόξενο νησί τους βρίσκονται χιλιάδες αθώων.

Αρκούσαν τρεις άνθρωποι μαζί και μια ευχή: "χρόνια πολλά" για να αποδειχθεί ο ένας αρχισυνομώτης κι οι δυο άλλοι οπαδοί του.

Η γιορτή έτσι τέλειωσε.
Κανένας δεν ακούστηκε να ευχηθεί "και του χρόνου"...

υγ: τα παραπάνω κείμενο είναι "κλεμμένο" από το προσωπικό ημερολόγιο ανθρώπου αγαπημένου, εξόριστου τα χρόνια εκείνα στην Ικαρία (http://mamoufi.blogspot.com/2009/06/blog-post_11.html).  Συνειρμικά επετειακό.  



5

"...έστρωσ' ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου..."

-Μαμά τι ακούς;
- Έλα να σου πω.  Τον Σολωμό τον ξέρεις, σωστά;
- Ναι.. "...και σαν πρώτα, φάε καρότα..." με δουλεύεις; στην μάπα τον έχω φάει στο σχολείο!
-Σολωμό ακούω το λοιπόν
- Έεε;
- Τους "Ελεύθερους Πολιορκημένους"
- Κι ο ποιητής θέλει να πει...
- Για το Μεσολόγγι, την πολιορκία του, τότε...
- Όλο και κάτι έχει πάρει τ' αυτί μου στην ιστορία

"Πάλι μου ξίπασε τ' αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας.
Κι έπλασε τ' άστρο της νυχτός και τ' άστρο της ημέρας.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ' ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.

Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,

όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
η Ανατολή τ' αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση.

Έστρωσ', εδέχθ' η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους

κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους.
Κι όπου η βουλή τους συφορά κι όπου το πόδι χάρος.

η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος."
(Διονύσιος Σολωμός - Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)

Θες να 'τανε το ξάφνιασμά σου για το πως ο κύριος "φάε καρότα" μιλάει και μ' άλλο τρόπο, θες να σε άγγιξαν οι λέξεις και να έφτιαξες αυτό που ξέρεις καλύτερα να φτιάχνεις - εικόνες δηλαδή - θες να ' τανε η στιγμή σου η ανοιχτή...  Σε είδα όμως να βουρκώνεις.
Τόσο μεγάλη πια που αυτό να το βαφτήσεις αδυναμία και να πασχίσεις να το κρύψεις.  Αλλά και με το άγουρο μέσα σου - ευτυχώς - ακόμα ολοζώντανο να γυρίζεις πίσω και να μου λες "κάπως μου 'ρθε".

Αχ κοριτσάκι μου... κι εγώ πως να φυλάξω το δάκρυ σου ετούτο;
Υπόσχεση η στάλα των ματιών σου η πολύτιμη κι όρκος κλεμμένος από του ποιητή τα λόγια:
"...η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος..."

4

Δόμνα Σαμίου (1928-2012)




έχε γειά....
Back to Top