Βραχνάς μου γίνηκε το γράψιμο.
Κακιώσανε οι λέξεις, χάσανε λες τη στρογγυλάδα τους. Γεμίσανε γωνίες όπου κρατούν σκοτάδι. Στριμάδια γίνονται μπροστά στη κόλλα την λευκή. Αρνούνται η μια να συνταιριάσει με τη άλλη.
Το μέσα μου δουλεύει ακατάπαυστα.
Τη μια μυαλό. Που αδύνατο να του βάλω λαιμαριά και να το τιθασέψω.
Καρδιά την άλλη. Παλίρροια κι άμπωτη που ακολουθεί του φεγγαριού τους κύκλους.
Το έξω μου όμως ασάλευτο. Σα μουδιασμένο.
Γι' αυτό ίσως και οι λέξεις μου θυμώσανε. Γιατί για να υπάρξει η λέξη θέλει ανάσα. Κι ανάσα είναι ζωή. Δεν είναι πρόθεση - κακή ή καλή - δεν είναι σκέψη.
Λες και ζωή πια είναι δυο πράματα. Η αντάρα που καίει τα σωθικά μου κι ο πάγος που εντύθηκε το σώμα μου. Κλεισμένη στα τείχη που μέρα τη μέρα τα δυο ετούτα θεμελιώνουν.
Έτσι δεν Ζω. Μονάχα υπάρχω εγώ για μένα. Συνεπαρμένη στην οργή μου, στην λύπη μου, στην αλαζονεία του συναισθηματισμού μου.
Ίσως μονάχα τότε να ξαναβρώ τις λέξεις μου. Όταν έστω κι ασύνταχτα, μια μια αρχίσουν να αστράφτουνε ξανά. Όχι σαν αποκύημα μυαλού αλλά σα ρούχο που η Πράξη μου ζητάει να ντυθεί.
Η φυγοπονία κι ο φόβος πρέπει να ηττηθούν.
Κακιώσανε οι λέξεις, χάσανε λες τη στρογγυλάδα τους. Γεμίσανε γωνίες όπου κρατούν σκοτάδι. Στριμάδια γίνονται μπροστά στη κόλλα την λευκή. Αρνούνται η μια να συνταιριάσει με τη άλλη.
Το μέσα μου δουλεύει ακατάπαυστα.
Τη μια μυαλό. Που αδύνατο να του βάλω λαιμαριά και να το τιθασέψω.
Καρδιά την άλλη. Παλίρροια κι άμπωτη που ακολουθεί του φεγγαριού τους κύκλους.
Το έξω μου όμως ασάλευτο. Σα μουδιασμένο.
Γι' αυτό ίσως και οι λέξεις μου θυμώσανε. Γιατί για να υπάρξει η λέξη θέλει ανάσα. Κι ανάσα είναι ζωή. Δεν είναι πρόθεση - κακή ή καλή - δεν είναι σκέψη.
Λες και ζωή πια είναι δυο πράματα. Η αντάρα που καίει τα σωθικά μου κι ο πάγος που εντύθηκε το σώμα μου. Κλεισμένη στα τείχη που μέρα τη μέρα τα δυο ετούτα θεμελιώνουν.
Έτσι δεν Ζω. Μονάχα υπάρχω εγώ για μένα. Συνεπαρμένη στην οργή μου, στην λύπη μου, στην αλαζονεία του συναισθηματισμού μου.
Ίσως μονάχα τότε να ξαναβρώ τις λέξεις μου. Όταν έστω κι ασύνταχτα, μια μια αρχίσουν να αστράφτουνε ξανά. Όχι σαν αποκύημα μυαλού αλλά σα ρούχο που η Πράξη μου ζητάει να ντυθεί.
Η φυγοπονία κι ο φόβος πρέπει να ηττηθούν.