Όχι χωριουδάκι, μα κεφαλοχώρι με τα όλα του. Το ψηλότερο σ' ολάκερη την Πελοπόννησο - κι ας τσακώνεται συνέχεια με τους ζηλιάρηδες τους γειτόνους του, που θέλουν να του πάρουν την πρωτιά.

Χτισμένο σχεδόν κάθετα σε τόπο απότομο και με τα σπίτια του απλωμένα ανάμεσο σε καρυδιές και έλατα, δυο γειτονιές - η πάνω και η κάτω - ανταμώνουν στην παχιά σκιά του γερο - πλάτανου. Γέρικο και σοφό το δέντρο ετούτο μετράει τους χρόνους του στα χέρια των παιδιών που πιάνονται για να του φέρουν ένα γύρω τον κορμό. Οχτώ ζευγάρια χέρια αγίνωτα ολάκερη η ιστορία του. Ατέλειωτη η σπλαχνιά του, η αγκάλη του γαλήνη.
Πάνω ψηλά, εκεί όπου τα σπίτια σταματούν, το "δυναμάρι" ή πιο σωστά ότι απ' αυτό απόμεινε. Το κάστρο που ο κυρ-Βιλεαρδουίνος έφερνε το σόι να ξεκαλοκαιρέψει και να ξεθαλαμώσει απ' την κάψα της γης στη Μεσσηνία.

Ερείπια αραδιασμένα τώρα με ελάχιστα από δαύτα να στέκονται στα πόδια τους. Για τους εδώ όμως ανθρώπους δεν έπαψε ποτές να είναι το Κάστρο.
Χτίσανε εδώ τον Αη-Λιά τους που τον προσκυνάνε κάθε κατακαλόκαιρο, χωρίσανε μερτικά και χωράφια - βολικά πολύ για τη σοδειά, αφού τα πάνω αλώνια μια ανάσα δρόμος μόνο.
Εδώ και η βρύση η μεγάλη, η "Βουλωμένη" - ποιος ξέρει πότε έφραξε και ποιος την ελευθέρωσε για να της δώσει τούτο τ' όνομα - να μπουρμπουράει το νερό με δύναμη. Τ' απομεσήμερα γυναίκες με τις μαντήλες τους κατεβασμένες να βρέχουνε μέτωπο και σβέρκο κι ύστερα γεμίζοντας τσίτσες και βαρέλες, φόρτωμα η δροσιά, να τις πηγαίνουν σε χέρια και σε στόματα που απόκαμαν.

Καμιά όμως δεν πάει εκεί μονάχη. Οι μανάδες τους από μικρές τις έμαθαν πως απ' τις κυράδες της πηγής πρέπει να φυλάγονται. Νεράιδες αυτές με το σπιτικό τους στα νερά και με το σώμα από νερό επίσης, ψάχναν - αιώνες τώρα - για θηλυκά να συνεχίσουν τη γενιά τους.
Από μικρό παιδί κι εμένα η μάνα μου τα ίδια μου 'λεγε.
Μου 'λεγε ακόμα πως μια μέρα - μικρό κορίτσι κι αυτή τότε - ψάχνοντας τ' άλογο που της πρόγκιξε, ζύγωσε τη βρύση καταμεσήμερο.
Τ' άλογο να σταλίζει στη σκιά εκεί δίπλα και η τιμωρία του πατέρα πιο πραγματική απ' τις ξωθιές. Ζυγώνει έτσι να το πάρει.

Τότε ήταν που τις είδε. Πάνω στα νερά να σέρνουνε χορό με τα μαντήλια τους στο χέρι. Τα γέλια τους και τα τραγούδια τους ξάφνιασμα στην μεσημεριανή ραστώνη. Η φορεσιά τους έντονη. Με ένα γιλέκο καταπράσινο που στις άκρες κρέμονταν ραμμένα κουδουνάκια. Σε κάθε λίκνισμα κι ο ήχος να μαγεύει όλο και περισσότερο. Κάλεσμα υπνωτιστικό σε κόσμο μες στον κόσμο μας.
Το άλογο αφήνιασε και πήρε τον δρόμο τρέχοντας. Η μάνα με την ανάσα πιασμένη το πήρε στο κατόπι. Στη μάνα της - τη γιαγιά μου - ποτέ δεν είπε τίποτα φοβούμενη το ξύλο που θα της καταχέριαζε. Μόνο στην αδερφή της το 'πε, κι αργότερα, με αυστηρότητα περισσή, το είπε και σε μένα.
"Τι παραμύθι όμορφο", είπα όταν το πρωτάκουσα, "μα ακόμα πιο όμορφη η βρύση εκεί πάνω"
"Ποτέ δεν θα πας εκεί μονάχη σου, τ' ακούς;" επέμεινε η μάνα μου.
Και βέβαια πήγα. Την επόμενη κιόλας μέρα.
Θες να έφταιγε η ζέστη η πολλή, η αυγουστιάτικη, θες να ήταν τα λόγια της μάνας που με γυρόφερναν και τσίγκλαγαν τη φαντασία, ορκίζομαι όμως πως φευγαλέα στην άκρη του ματιού κάτι πράσινο κουνήθηκε πάνω στο νερό και σαν να άκουσα γέλια πνιχτά. Κι αυτά τα κουδουνάκια λες να 'ταν από κανα κοπάδι εκεί κοντά; Απ' την άλλη όμως κανείς δεν βόσκει ζώα εκεί τριγύρω...

Χρόνια μετά η κόρη μου κρατά ένα παραμύθι για πολύ αγαπημένο, πότε από το στόμα της γιαγιάς, πότε από το δικό μου: "Μια φορά κι έναν καιρό ένα χωριό..."