"Τὸ κίνημά μας ἔγεινε εἰς τὰς 22 Μαρτίου εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἀπὸ τὰς 6 τοῦ Ἰανουαρίου ἔως εἰς τὰς 22 Μαρτίου, ἐπροσπάθησα. ἐνέργησα εἰς τὴν Μάνην νὰ ἐνώσωμεν διάφορα σπήτια Μανιάτικα [...] ἔστειλα καὶ εἰς τὰς ἐπαρχίας τῆς Μεσσηνίας, Μιστρὸς, Καρύταινας, Φαναριοῦ, Λεονταριοῦ, Ἀρκαδίας, τῆς Τριμπολιτζᾶς καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὁποῦ εὑρισκόμουν, καὶ τούς ἔλεγα ὅτι: τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νὰ ἦναι ἕτοιμοι, καὶ κάθε Ἐπαρχία νὰ κινηθῆ ἐνατίον τῶν Τούρκων τῶν τοπικῶν, καὶ νὰ τοὺς πολιορκήσουν εἰς τὰ διάφορα φρούρια, καθώς οἱ Ἀρκαδινοὶ νὰ πολιορκήσουν το Νεόκαστρο, οἱ Μοθωναῖοι τὴν Μοθώνη, καὶ οὕτω καθεξῆς.
Εἰς τὰς 23 Μαρτίου ἐπιάσαμε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Καλαμάτα, τὸν Ἀρναούτογλην, σημαντικόν Τοῦρκον τῆς Τριμπολιτζᾶς. Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, Κύβελος, Δυτική Σπάρτη. Ἡ Ἀνατολική Σπάρτη ἐκινήθη τὴν ἴδιαν ὥρα. Οἱ Σπαρτιᾶται ἀφοῦ ἐπῆραν λάφυρα, προχωροῦν καὶ πολιορκοῦν τὴν Μονοβασιά.
Εἰς τὴν Καλαμάτα ἐκάμαμε Συνέλευσι, πόθεν νὰ πρωτοκινήσωμε τὰ στρατεύματα. Οἰ Καλαματιανοί ἐκατάφεραν τὸμ Μπέη νὰ πᾶμε εἰς την Κορώνην διὰ νὰ μὴν βάλουν σπαθὶ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Χριαστιανούς. Ἐγώ δὲν ἐστρέχθηκα, εἶπα να πᾶμε εἰς τὴν παλαιὰν Ἀρκαδίαν, εἰς τὸ κέντρο διὰ να βοηθοῦμε τοὺς ἄλλους [...]
Τὰς 24 τὸν Μάρτι 1821, ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα χωριό τῆς Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, ποῦ εἶναι καμμιά πενηνταριά οἰκογένειας. Ὅσοι ἄνδρες ἦτον, τοὺς ἔστειλα πεζοδρόμους, καὶ τοὺς ἔλεγα: "σύρτε στὰ κάστρα, πολιορκήστε, καὶ σᾶς προφθάνω μὲ 3.000".
Τὴν αὐγὴν ἐξημέρωσε εἰς ταῖς 25 τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔμαθαν εἰς τὸ Λεοντάρι ὅτι ἐβγῆκα μὲ τόσαις χιλιάδες Μανιάταις, πέρνουν τὰ ζῶα τῶν ραγιάδων καὶ ἀναχώρησαν διὰ τὴν Τρομπολιτζᾶ. Κινῶντας ἀπὸ τὴν Σκάλα, ἔρριξα 3 μπαταριαῖς διὰ νὰ τ'ἀκούσῃ ὁ κόσμος νὰ σηκωθῆ κατὰ τὴν παραγγελίαν. Ἀκούοντες οἱ Γαραντζαῖοι τὰ τουφέκια, ἐσκότωσαν τοὺς Κεχαϊάδες καὶ ἔγεινε ἀρχή τοῦ σκοτομοῦ.
Ἐγώ εἰς τὰς 25 ὁποῦ ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Σκάλα, 'βγαίνωντας εἰς τὸ Δερβένι του Λεονταριοῦ, ἀπάντησα ἕνα πεζόδρομο σταλμένον ἀπό τὸν Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, καὶ μοῦ ἔγραφε ὅτι: [...] ὁ Κάμπος τῆς Καρύταινας δεν 'θέλησε νὰ πιάση τὰ ἅρματα. Ἔτζι μ' ἔγραφε αὐτός.
Ἐγώ δὲν ἔλλειψα νὰ κάμω μία προσταγή καὶ ἐπάτησα τὴν βοῦλα μου: "ὅποιο χωριό δὲν ἤθελε νὰ ἀκολουθήση τήν φωνήν τῆς πατρίδος τζεκοῦρι καὶ φωτιά."
(απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη συνταγμένα από τον Γ. Τερτσέτη στον οποίο και τα υπαγόρευσε. Το πλήρες κείμενο εδώ )
(φωτο: ότι απέμεινε στο Λιμποβίσι -Αρκουδόρεμα από τα σπίτια των Κολοκοτροναίων)
Εἰς τὰς 23 Μαρτίου ἐπιάσαμε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Καλαμάτα, τὸν Ἀρναούτογλην, σημαντικόν Τοῦρκον τῆς Τριμπολιτζᾶς. Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, Κύβελος, Δυτική Σπάρτη. Ἡ Ἀνατολική Σπάρτη ἐκινήθη τὴν ἴδιαν ὥρα. Οἱ Σπαρτιᾶται ἀφοῦ ἐπῆραν λάφυρα, προχωροῦν καὶ πολιορκοῦν τὴν Μονοβασιά.
Εἰς τὴν Καλαμάτα ἐκάμαμε Συνέλευσι, πόθεν νὰ πρωτοκινήσωμε τὰ στρατεύματα. Οἰ Καλαματιανοί ἐκατάφεραν τὸμ Μπέη νὰ πᾶμε εἰς την Κορώνην διὰ νὰ μὴν βάλουν σπαθὶ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Χριαστιανούς. Ἐγώ δὲν ἐστρέχθηκα, εἶπα να πᾶμε εἰς τὴν παλαιὰν Ἀρκαδίαν, εἰς τὸ κέντρο διὰ να βοηθοῦμε τοὺς ἄλλους [...]
Τὰς 24 τὸν Μάρτι 1821, ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα χωριό τῆς Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, ποῦ εἶναι καμμιά πενηνταριά οἰκογένειας. Ὅσοι ἄνδρες ἦτον, τοὺς ἔστειλα πεζοδρόμους, καὶ τοὺς ἔλεγα: "σύρτε στὰ κάστρα, πολιορκήστε, καὶ σᾶς προφθάνω μὲ 3.000".
Τὴν αὐγὴν ἐξημέρωσε εἰς ταῖς 25 τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔμαθαν εἰς τὸ Λεοντάρι ὅτι ἐβγῆκα μὲ τόσαις χιλιάδες Μανιάταις, πέρνουν τὰ ζῶα τῶν ραγιάδων καὶ ἀναχώρησαν διὰ τὴν Τρομπολιτζᾶ. Κινῶντας ἀπὸ τὴν Σκάλα, ἔρριξα 3 μπαταριαῖς διὰ νὰ τ'ἀκούσῃ ὁ κόσμος νὰ σηκωθῆ κατὰ τὴν παραγγελίαν. Ἀκούοντες οἱ Γαραντζαῖοι τὰ τουφέκια, ἐσκότωσαν τοὺς Κεχαϊάδες καὶ ἔγεινε ἀρχή τοῦ σκοτομοῦ.
Ἐγώ εἰς τὰς 25 ὁποῦ ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Σκάλα, 'βγαίνωντας εἰς τὸ Δερβένι του Λεονταριοῦ, ἀπάντησα ἕνα πεζόδρομο σταλμένον ἀπό τὸν Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, καὶ μοῦ ἔγραφε ὅτι: [...] ὁ Κάμπος τῆς Καρύταινας δεν 'θέλησε νὰ πιάση τὰ ἅρματα. Ἔτζι μ' ἔγραφε αὐτός.
Ἐγώ δὲν ἔλλειψα νὰ κάμω μία προσταγή καὶ ἐπάτησα τὴν βοῦλα μου: "ὅποιο χωριό δὲν ἤθελε νὰ ἀκολουθήση τήν φωνήν τῆς πατρίδος τζεκοῦρι καὶ φωτιά."
(απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη συνταγμένα από τον Γ. Τερτσέτη στον οποίο και τα υπαγόρευσε. Το πλήρες κείμενο εδώ )
(φωτο: νύχτωμα στην κορυφή της πλαγιάς στο Αρκουδόρεμα στα Κολοκοτρονέικα στ'αλώνι)
2 εγύρισαν και είπαν:
Καλημέρα λοιπόν,
Χρόνια πολλά,
με ή χωρίς πατρίδα.
Για άλλους αχρείαστη και για άλλους κειμήλιο και φυλακτό.
Για όλους όμως χαμένη στις βαθειές τσέπες των αγορών, σκλάβα και ζητιάνα.
Ας φυλάξουμε λοιπόν τις μνήμες κι' αυτά που τις στοιχειώνουν,
την μόνη πατρίδα που μας ανήκε ίσως από αιώνες τώρα.
Κι' οι κουτσουπιές ανθίσαν στην Πλατεία
και οι γλυσίνες στο χωριό,
δεν φοβήθηκαν ούτε φέτος την παρ-ΕΛΑΣ-η.
Ακόμη κρατούν το φόβο μακρυά.
e-Apenanti
μνήμες που τις κρατά το σώμα, μνήμες που τις κρατά το μυαλό, μνήμες που κρατηθήκαν στην ψυχή πέρα κι έξω από την οποιαδήποτε χρονική έννοια. Αφού είναι εκεί πολύ πριν από την απαρχή της δικιάς μας ύπαρξης.
Ποιος ξέρει ίσως αυτές να είναι η αληθινή πατρίδα του καθενός. Το μόνο που λείπει είναι να τις νιώσουμε να μας καίνε σαν το καμίνι στη σπηλιά του Ηφαίστου.
Κι αλήθεια για δες όσο μελάνι κι αν χύσω, όσες λέξεις κι αν συνταιριάσω,όσο και να το παλέψω την δύναμη του ανθού που ξεπροβάλλει από το ξερό κλωνάρι ποτέ δεν θα μπορέσω ν' αγγίξω - ευτυχώς γιατί αλλιώς δεν θα είχα Δάσκαλο!
Δημοσίευση σχολίου