0

Κυριακή μεσημέρι στη Ζάτουνα

Κυριακή μεσημεράκι. Όταν η ώρα ακόμα σε αφήνει να ξεχνιέσαι.
Όταν δεν έχεις ακόμα μπει στην ψυχολογία της «επιστροφής»( όρος εκφοβιστικός για τους διαμένοντες εις το κλεινόν το άστυ).

- Πάμε καμιά βόλτα;
- Και δεν πάμε…. Προς τα πού λες;
- Δεν ξέρω . Πάμε προς τα κάτω και βλέπουμε…

Το «προς τα κάτω» μας έβγαλε προς Δημητσάνα. Η διαδρομή πανέμορφη.


Η άνοιξη σε τούτα τα μέρη τώρα μόλις αρχίζει να τιμά την ύπαρξή της και όλα δείχνουν χαρούμενα. Λαμποκοπάνε κάτω από φως ναζιάρικο.

Το ποτάμι -ο Λούσιος - με του οποίου το πρώιμο μονοπάτι συμπορευόμαστε, είναι παραφουσκωμένο και γουργουρίζει δυνατά, όλο περηφάνεια.

Στη Δημητσάνα κόσμος μελίσσι. Βουίζει ενοχλητικά.
-Πάμε παρακάτω; Πάμε Ζάτουνα;
- Φύγαμε!

Ζάτουνα θα πει «πέρα από το ποτάμι». Και πράγματι για να φτάσουμε εκεί περάσαμε το ποτάμι. Σταθήκαμε από πάνω του και μείναμε για μια ακόμα φορά άφωνοι κοιτώντας το φαράγγι που αυτό έχει χαράξει.

Η Ζάτουνα είναι ένα χωριό που το ξέρεις – αν το ξέρεις – σαν τόπο εξορίας. Μπαίνεις κομματάκι κουμπωμένος, αναζητώντας με το μάτι αυτό που θα δικαιολογήσει αυτή του την ιδιότητα.

Κι όμως δεν θα τό βρεις. Τουλάχιστον όχι έτσι όπως το φαντάζεσαι.

Το πρώτο πράμα όμως που θα σε προϋπαντήσει είναι μια απίστευτη αίσθηση ηρεμίας – όχι ερημιάς, αλλά γαλήνης.

Και το τέλειο σημείο για λιάσιμο και τσίπουρα.


- Μην το παρακάνουμε έχουμε και ταξίδι…
- Φέρτε μας δυο τσίπουρα… και τι άλλο έχετε να του κάνουμε παρέα ;
- Παστέλι . Το έφτιαξα σήμερα. Πάει με το τσίπουρο.




Και πράγματι πήγαινε.

0 εγύρισαν και είπαν:

Back to Top