0

Κολοκοτρώνης


Ο Γεώργιος Τερτσέτης εν ετη 1836 καταγράφει τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη.

Ο ίδιος αγάπησε το Γέρο σαν πατέρα του, αντιστάθηκε στο φιάσκο της δίκης και καταδίκης του και πρόσφερε την πένα του για την καταγραφή της «Διήγησις» όταν ο Κολοκοτρώνης βγήκε από τη φυλακή.

Στην εισαγωγή της «Διήγησις» αυτής, ο Τερτσέτης προσπαθεί να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα του Κολοκοτρώνη. Ανάμεσα σε άλλα διαβάζουμε:
«.....Εχόρευε καλά κατά την συνήθειαν των Ελλήνων. Ετραγουδούσε νόστιμα τα λεγόμενα κλέφτικα τραγούδια. Εις τα τραπέζια ήθελε να μεθά τους άλλους, να γίνωνται γέλια, άνω κάτω έκαμνε τον τόπο να μεθύση άνθρωπο. Υπόφερνε τα λόγια εις το τραπέζι, αν και πειραχτικά, δια να μη χαλάση την ευθυμίαν. Δια των μεθυσμένων τα λόγια δεν έδινε προσοχήν. Όπλα δεν ήθελε να έχη κανείς εις το τραπέζι.

Ήθελε να κοιμάται έξω, εκοιμάτο ελαφρά, μικρός κτύπος τον εξύπνα και φοβισμένος επιάνετο από τα όπλα του. Είχε βάρδια πάντοτε, τούτο το είχε συνήθεια, πάντοτε ήθελε να έχη εργασίαν.

Θορυβώδης, ήτον σοφιστής δι’ όλα. Εδέχετο τα χωρατά, μάλιστα επήγαινε γυρεύοντας. Με εκείνους όπου συνέτρωγε έκαμνε μύρια πράγματα. Έρριχνε εις το γάλα ψιλές πετρίτσες, να τσακίζουν τα δόντια τους οι λαίμαργοι, όσοι εβουτούσαν το χουλιάρι (κουτάλι) εις τον πάτον της βεδούρας (ξύλινο δοχείο που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί).

Όταν επεριπάτει και εγνώριζεν ότι είναι στάνες πλησίον του δρόμου, δια να μη τρώγουν οι στρατιώτες το γάλα του τσοπάνη, πολλές φορές έστελνε κρυφά και άδειαζε τους πιτερούς εις τα λεβέτια(καζάνια). Χωρίς να το γνωρίζουν οι στρατιώτες έτρωγαν το γάλα και ως εκ τούτου τους εκίνα ως καθάρσιον δραστήριον δια πολλάς ώρας. Τους έπιανε στομαχόπονος και από την συχνοκίνησιν και εμέτειαν και πλέον δεν ετόλμουν να φαν γάλα. Εφοβούντο κι έλεγαν: «Μην είναι ο Κολοκοτρώνης εις το λεβέτι;». Τούτο έγινε παροιμία και ως εκ τούτου οι σύντροφοι του έτρωγαν όλοι φυλακτά και ύποπτα.

Εις το κοιμήθιον τους έρραβε τα φορέματά τους εις το προσκέφαλο κι αλλού. Έξαφνα τους εφώναζε κι εσηκώνοντο με τα προσκέφαλα και άλλα ρούχα επάνω τους.
Τους έχυνε νερό και άλλα πολλά, δεν άφηνε ούτε στιγμή να περάση χωρίς χωρατά….»

0 εγύρισαν και είπαν:

Back to Top