Η απόφαση πάρθηκε.
Χρυσός κι ατσάλι η ψυχή
αγκαλιάζει τη θέληση.
Και τότε βγαίνει ο μέγας άρχοντας
- από ώρα τον καρτερούσαν οι παλιάτσοι
στα παγωμένα στασίδια του θεάτρου.
Η φωνή του διαπεραστική αγριεύει τον αγέρα.
Αδιάφορα αυτός μιλάει για δίκιο,
βρίσκει τους δίκιους και τους παινεύει
βρίσκει τους άδικους και μαζί την τιμωρία τους.
Μυρίζει τα κουφάρια τους
που σα σκιές δέρνονται στον Άδη.
"Εγώ είμαι πάνω απ' όλους", φωνάζει
"η ζωή σκύβει μπροστά μου το κεφάλι
ο θάνατος στα χέρια μου παιχνίδι.
Κι αν η ψυχή φωνάζει
ο νόμος ας μείνει ο δυνατός"
Οι άλλοι γύρω του ακούαν.
Σιωπή! Αυτός είναι ο άρχοντας,
ο πρώτος στην πολιτεία ετούτη
κανείς λοιπόν ας μην αντιμιλήσει.
Μα μια κραυγή ακούγεται
σα πληγωμένου ζώου
με την πληγή καυτή και χολιασμένη.
"Άμυαλε! Άμυαλε, άδικος γίνεσαι
μες στη δικιά σου δικαιοσύνη.
Ο Άνθρωπος είναι μικρός
μα έχει μεγάλο Χρέος.
Ποιος είσαι εσύ του λόγου σου
να κρίνεις τον προδότη;
Κι αν πέσει η τιμωρία σου σαν κεραυνός
επάνω στην ματιά μου
ο Αγώνας μου τον φόβο τονε διώχνει.
ΟΧΙ! Δε σε φοβάμαι άρχοντα.
Τις απειλές λοιπόν σταμάτα".
Τα λόγια τούτα ξάφνιασαν.
Οι παλιάτσοι στα στασίδια τους
ένιωθαν ανακούφιση πίσω απ' το μασκάρεμά τους.
Ανακαθίσαν στα μεριά τους περιμένοντας...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 εγύρισαν και είπαν:
Δημοσίευση σχολίου